ῥευματικά

ῥευματικά
ῥευματικός
subject to a discharge
neut nom/voc/acc pl
ῥευματικά̱ , ῥευματικός
subject to a discharge
fem nom/voc/acc dual
ῥευματικά̱ , ῥευματικός
subject to a discharge
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ῥευματικάς — ῥευματικά̱ς , ῥευματικός subject to a discharge fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρευματικό — ή, ό / ῥευματικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ρευματισμούς («ρευματικός πόνος») 2. (το αρσ..και θηλ. ως ουσ.) ο ρευματικός, η ρευματική αυτός που πάσχει από ρευματισμούς 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ρευματικά η …   Dictionary of Greek

  • ρευματισμός — Κατά την κοινή ορολογία σημαίνει επώδυνη πάθηση του μυοσκελετικού συστήματος (οστά, αρθρώσεις, μύες και τένοντες)· η ιατρική, αντίθετα, με τον όρο αυτό αναφέρεται σε μια ομάδα νοσημάτων, που έχουν μερικά κοινά παθογενετικά και ανατομοπαθολογικά… …   Dictionary of Greek

  • λουτροθεραπεία — η η χρήση ιαματικών λουτρών για τη θεραπεία ασθενειών του σώματος: Έκανε για χρόνια λουτροθεραπείες γιατί έπασχε από ρευματικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μισότριβος — η, ο 1. που δεν έχει τριφτεί τελείως, μισοφθαρμένος: Μισότριβο ύφασμα. 2. ως ουσ., μισότριβος, ο θηλ. η άνθρωπος μέσης ηλικίας: Είναι μισότριβη και πάσχει από ρευματικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”