ῥευματικάς — ῥευματικά̱ς , ῥευματικός subject to a discharge fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρευματικό — ή, ό / ῥευματικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ρευματισμούς («ρευματικός πόνος») 2. (το αρσ..και θηλ. ως ουσ.) ο ρευματικός, η ρευματική αυτός που πάσχει από ρευματισμούς 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ρευματικά η … Dictionary of Greek
ρευματισμός — Κατά την κοινή ορολογία σημαίνει επώδυνη πάθηση του μυοσκελετικού συστήματος (οστά, αρθρώσεις, μύες και τένοντες)· η ιατρική, αντίθετα, με τον όρο αυτό αναφέρεται σε μια ομάδα νοσημάτων, που έχουν μερικά κοινά παθογενετικά και ανατομοπαθολογικά… … Dictionary of Greek
λουτροθεραπεία — η η χρήση ιαματικών λουτρών για τη θεραπεία ασθενειών του σώματος: Έκανε για χρόνια λουτροθεραπείες γιατί έπασχε από ρευματικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μισότριβος — η, ο 1. που δεν έχει τριφτεί τελείως, μισοφθαρμένος: Μισότριβο ύφασμα. 2. ως ουσ., μισότριβος, ο θηλ. η άνθρωπος μέσης ηλικίας: Είναι μισότριβη και πάσχει από ρευματικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)